- τριτόσπονδος
- τρῐτό-σπονδος, ον:—τ. παιῶνα (Hartung for αἰῶνα) paeanA accompanying the third libation (to Ζεὺς Σωτήρ), A.Ag.246 (lyr.); cf.
τρίτος 1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρίτος 1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριτόσπονδος — accompanying the third libation masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριτόσπονδος — ον, Α φρ. «τριτόσπονδος αἰών» η ζωή κάποιου που αξιώθηκε να τελέσει και την τρίτη σπονδή στον Δία, η πλήρης ευτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + σπονδος (< σπονδή), πρβλ. φιλό σπονδος] … Dictionary of Greek
τριτόσπονδον — τριτόσπονδος accompanying the third libation masc/fem acc sg τριτόσπονδος accompanying the third libation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)